- καρποσπόρος
- καρπο-σπόρος, ον,A sowing fruit, Man.4.256.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καρποσπόρος — καρποσπόρος, ον (Α) αυτός που σπείρει καρποφόρα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. πυρι σπόρος, τεκνο σπόρος] … Dictionary of Greek
καρποσπόροι — καρποσπόρος sowing fruit masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek